- μεσηγύ
- μεσηγύ και επικ. τ. μεσσηγύ και μεσσηγύς και μεσηγύς (Α)επίρρ.1. στο μέσο, καταμεσίς («οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)2. χρον. εν τω μεταξύ3. μεταξύ, ανάμεσα (ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)4. (ως ουδ. ουσ. τὸ μεσηγύτο μέρος που βρίσκεται στο μέσο, το ενδιάμεσο5. ως επίθ. (για ποιότητα) μέτριος («οὔτε τι λίην ψυχρός... oὔτ' ἔμπυρος, ἀλλὰ μεσηγύς», Ορφ.)[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που θυμίζει το επίρρ. ἐγγύς, στην επίδραση τού οποίου οφείλεται πιθ. το τελικό -ς τού μεσηγύς. Άγνωστη παραμένει η προέλευση τού β' συνθετικού, ενώ το α' συνθετικό ανάγεται στο επίθ. μέσος].
Dictionary of Greek. 2013.