μεσηγύ

μεσηγύ
μεσηγύ και επικ. τ. μεσσηγύ και μεσσηγύς και μεσηγύς (Α)
επίρρ.
1. στο μέσο, καταμεσίς («οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)
2. χρον. εν τω μεταξύ
3. μεταξύ, ανάμεσα (ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.)
4. (ως ουδ. ουσ. τὸ μεσηγύ
το μέρος που βρίσκεται στο μέσο, το ενδιάμεσο
5. ως επίθ. (για ποιότητα) μέτριος («οὔτε τι λίην ψυχρός... oὔτ' ἔμπυρος, ἀλλὰ μεσηγύς», Ορφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που θυμίζει το επίρρ. ἐγγύς, στην επίδραση τού οποίου οφείλεται πιθ. το τελικό -ς τού μεσηγύς. Άγνωστη παραμένει η προέλευση τού β' συνθετικού, ενώ το α' συνθετικό ανάγεται στο επίθ. μέσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσηγύ — in the middle indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσηγύ — μεσηγύ in the middle epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσηγύς — μεσηγύ in the middle epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRIENE — I. PRIENE quae Palathia, teste Nigrô, urbs Ioniae maritima in confinio, quae et Cadme Straboni dicta. Inter hanc et Miletum Maeander fluvius in mare excurrit. Dionys. Μαίανδρος λεπαρῆσι κατέργεται εἰς ἅλα δίναις, Μιλήτου τε μεσηγὺ καὶ εὐρυχόροιο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεσσηγυδορποχέστης — μεσσηγυδορποχέστης, ὁ (Α) (κωμική λέξη) αυτός που αποπατεί πολλές φορές στο μέσον δείπνου, για να μπορεί να ξαναγεμίζει πάλι την κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσηγύ(ς) «ανάμεσα» + δόρπον «γεύμα δείπνο» + χέστης] …   Dictionary of Greek

  • μεσσηγύ — και μεσσηγύς (Α) επίρρ. (επικ. τ.) βλ. μεσηγύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”